- Μαρεώτης
- Μαρέηmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μαρεωτικός — Μαρεωτικός, ή, όν, αρσ. και Μαρεώτης, θηλ. και Μαρεῶτις (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μάρεια ή Μαρέα, πόλη τής Κάτω Αιγύπτου 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Μαρεῶτις (ενν. λίμνη) ονομασία λίμνης κοντά σ αυτή την πόλη 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
МАРЕОТИДА — • Mareōtis, η̉ Μαρεω̃τις, т. е. λίμνη, или Maria lacus, озеро в Нижнем Египте, на западе от Нила, образованное Канопским устьем Нила и другими каналами. Оно имело 300 стадий в длину и 150 стадий в ширину и служило гаванью для… … Реальный словарь классических древностей